ιν: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(17) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἰν (Α)<br />(αρκαδ. και κυπρ. και κρητ. τ.) <b>βλ.</b> <i>εν</i> (Ι). | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἰν (Α)<br />(αρκαδ. και κυπρ. και κρητ. τ.) <b>βλ.</b> <i>εν</i> (Ι).<br /><b>(II)</b><br />ἵν και εἵν, τὸ (Α)<br />[[είδος]] αιγυπτιακού και εβραϊκού μέτρου υγρών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:10, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ἰν (Α)
(αρκαδ. και κυπρ. και κρητ. τ.) βλ. εν (Ι).
(II)
ἵν και εἵν, τὸ (Α)
είδος αιγυπτιακού και εβραϊκού μέτρου υγρών.