ιν: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(17)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἰν (Α)<br />(αρκαδ. και κυπρ. και κρητ. τ.) <b>βλ.</b> <i>εν</i> (Ι).———————— <b>(II)</b><br />ἵν και εἵν, τὸ (Α)<br />[[είδος]] αιγυπτιακού και εβραϊκού μέτρου υγρών.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἰν (Α)<br />(αρκαδ. και κυπρ. και κρητ. τ.) <b>βλ.</b> <i>εν</i> (Ι).<br /><b>(II)</b><br />ἵν και εἵν, τὸ (Α)<br />[[είδος]] αιγυπτιακού και εβραϊκού μέτρου υγρών.
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἰν (Α)
(αρκαδ. και κυπρ. και κρητ. τ.) βλ. εν (Ι).
(II)
ἵν και εἵν, τὸ (Α)
είδος αιγυπτιακού και εβραϊκού μέτρου υγρών.