απάρθενος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(5) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀπάρθενος]], -ον (Α)<br />αυτή που δεν [[είναι]] [[πλέον]] [[παρθένα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀπάρθενος]], -ον (Α)<br />αυτή που δεν [[είναι]] [[πλέον]] [[παρθένα]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> [[παρθένος]], [[παρθενικός]], ανέγγιχτος («απάρθενο [[κορίτσι]]»)<br /><b>2.</b> [[αδούλευτος]], [[καινούργιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. του τ. υπάρχουν [[τρεις]] εκδοχές: α) <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>(προθετ.)</b> <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]]<br />β) <span style="color: red;"><</span> <i>αει</i>-<i>πάρθενος</i><br />και γ) <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>πάρθενος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:11, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ἀπάρθενος, -ον (Α)
αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα.
(II)
-η, -ο
1. παρθένος, παρθενικός, ανέγγιχτος («απάρθενο κορίτσι»)
2. αδούλευτος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. του τ. υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) < α- (προθετ.) + παρθένος
β) < αει-πάρθενος
και γ) < ευ-πάρθενος].