αδούλευτος
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδούλευτος, -ον) δουλεύω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει υποστεί κατεργασία ή επεξεργασία ή καλλιέργεια
2. (για συσκευές, μηχανές κ.λπ.) αυτός που ακόμη δεν χρησιμοποιήθηκε, αμεταχείριστος
3. ανεκμετάλλευτος
4. (για τόκο, μισθό κ.λπ.) αυτός για την καταβολή ή πληρωμή του οποίου δεν συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος
5. (για μισθό) αυτός που προεξοφλήθηκε χωρίς να έχει δουλευτεί
6. αυτός που δεν έχει ταλαιπωρηθεί από χειρωνακτική εργασία
7. αυτός που από οκνηρία δεν εργάζεται, ο τεμπέλης
8. αυτός που δεν καταβλήθηκε από κοπιαστική εργασία
9. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει έλθει ακόμη σε σεξουαλική επαφή
αρχ.
1. αυτός που δεν έγινε ποτέ δούλος
2. αυτός που δεν υποτάσσεται, που δεν υποδουλώνεται, ο αδούλωτος
3. δούλος που ποτέ δεν πωλήθηκε σε άλλο κύριο.