κουράδι: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(21)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Μ κουράδιον)<br />συμπαγές κόπρανο, στερεό [[αποπάτημα]], [[περίττωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκωρ</i>-<i>άδιον</i> (υποκορ. του [[σκώρ]], <i>σκατός</i>), με σίγηση του αρκτικού <i>σ</i>- και [[κώφωση]]].———————— <b>(II)</b><br />το (Μ κουράδιον και [[κουράδι]][ν])<br />(σημερ. μόνο στην [[Κρήτη]]) [[κοπάδι]] αιγοπροβάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] «[[κούρεμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>άδι</i>(<i>ον</i>)<br />κατ' άλλους η λ. [[είναι]] ιταλ. προελεύσεως].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Μ κουράδιον)<br />συμπαγές κόπρανο, στερεό [[αποπάτημα]], [[περίττωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκωρ</i>-<i>άδιον</i> (υποκορ. του [[σκώρ]], <i>σκατός</i>), με σίγηση του αρκτικού <i>σ</i>- και [[κώφωση]]].<br /><b>(II)</b><br />το (Μ κουράδιον και [[κουράδι]][ν])<br />(σημερ. μόνο στην [[Κρήτη]]) [[κοπάδι]] αιγοπροβάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] «[[κούρεμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>άδι</i>(<i>ον</i>)<br />κατ' άλλους η λ. [[είναι]] ιταλ. προελεύσεως].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το (Μ κουράδιον)
συμπαγές κόπρανο, στερεό αποπάτημα, περίττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρ-άδιον (υποκορ. του σκώρ, σκατός), με σίγηση του αρκτικού σ- και κώφωση].
(II)
το (Μ κουράδιον και κουράδι[ν])
(σημερ. μόνο στην Κρήτη) κοπάδι αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κουρά «κούρεμα» + -άδι(ον)
κατ' άλλους η λ. είναι ιταλ. προελεύσεως].