θαμβώ: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(16)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />θαμβῶ, -έω (Α) [[θάμβος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[θάμβος]], εκπλήττομαι, [[μένω]] [[έκθαμβος]] («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκπλήσσω]] κάποιον, [[κάνω]] κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τεθαμβημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[έκπληκτος]], σαστισμένος.———————— <b>(II)</b><br />-όω [[θαμβός]]<br /><b>βλ.</b> [[θαμπώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />θαμβῶ, -έω (Α) [[θάμβος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[θάμβος]], εκπλήττομαι, [[μένω]] [[έκθαμβος]] («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκπλήσσω]] κάποιον, [[κάνω]] κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τεθαμβημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[έκπληκτος]], σαστισμένος.<br /><b>(II)</b><br />-όω [[θαμβός]]<br /><b>βλ.</b> [[θαμπώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 13:24, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
θαμβῶ, -έω (Α) θάμβος
1. κατέχομαι από θάμβος, εκπλήττομαι, μένω έκθαμβος («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», Ομ. Ιλ.)
2. εκπλήσσω κάποιον, κάνω κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τεθαμβημένος, -η, -ον
έκπληκτος, σαστισμένος.
(II)
-όω θαμβός
βλ. θαμπώνω.