έκπληκτος

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκπληκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός ο οποίος κατέχεται από έκπληξη
μσν.
εκπληκτικός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί τρόμο, ο τρομερός
2. κατατρομαγμένος, έντρομος
3. εκείνος που τρομάζει ή θορυβείται εύκολα.