Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έκπληκτος

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκπληκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός ο οποίος κατέχεται από έκπληξη
μσν.
εκπληκτικός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί τρόμο, ο τρομερός
2. κατατρομαγμένος, έντρομος
3. εκείνος που τρομάζει ή θορυβείται εύκολα.