μπούφα: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(26)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />κινητό [[τμήμα]] κράνους, το οποίο προστάτευε το [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>bufa</i>].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>βλ.</b> <i>όπερα</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />κινητό [[τμήμα]] κράνους, το οποίο προστάτευε το [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>bufa</i>].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>βλ.</b> <i>όπερα</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η
κινητό τμήμα κράνους, το οποίο προστάτευε το πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bufa].
(II)
η
βλ. όπερα.