μίνα: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(25)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ [[μίνα]])<br />[[υπόνομος]] με [[γόμωση]] από εκρηκτική ύλη για [[ανατίναξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όρυγμα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μίνα]] της μπαρούτης»<br />([[ναυτικός]] όρος τών πυρπολητών του 1821) [[φρεάτιο]] ανοιγμένο στην [[πρύμνη]] του πυρπολικού στο οποίο τοποθετούνταν αναμμένα κάρβουνα για [[μετάδοση]] της φωτιάς στις εκρηκτικές ύλες<br />β) «[[μίνα]] της φωτιάς»<br />(όρος τών πυρπολητών του Αγώνα) μικρό [[άνοιγμα]] στο [[κατάστρωμα]] του πυρπολικού [[κάτω]] από το πρόστεγο γεμάτο με εύφλεκτες ύλες, το οποίο επικοινωνούσε με τη [[μίνα]] της μπαρούτης<br />γ) «[[βάζω]] μίνες» — [[υπονομεύω]] με [[λόγια]] ή με έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>mina</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[μίνα]], ἡ (Μ)<br />[[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών ίσο με [[τρεις]] λίτρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μεσ. λατ. <i>mina</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>hemina</i> «[[κοτύλη]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ [[μίνα]])<br />[[υπόνομος]] με [[γόμωση]] από εκρηκτική ύλη για [[ανατίναξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όρυγμα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μίνα]] της μπαρούτης»<br />([[ναυτικός]] όρος τών πυρπολητών του 1821) [[φρεάτιο]] ανοιγμένο στην [[πρύμνη]] του πυρπολικού στο οποίο τοποθετούνταν αναμμένα κάρβουνα για [[μετάδοση]] της φωτιάς στις εκρηκτικές ύλες<br />β) «[[μίνα]] της φωτιάς»<br />(όρος τών πυρπολητών του Αγώνα) μικρό [[άνοιγμα]] στο [[κατάστρωμα]] του πυρπολικού [[κάτω]] από το πρόστεγο γεμάτο με εύφλεκτες ύλες, το οποίο επικοινωνούσε με τη [[μίνα]] της μπαρούτης<br />γ) «[[βάζω]] μίνες» — [[υπονομεύω]] με [[λόγια]] ή με έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>mina</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[μίνα]], ἡ (Μ)<br />[[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών ίσο με [[τρεις]] λίτρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μεσ. λατ. <i>mina</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>hemina</i> «[[κοτύλη]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (Μ μίνα)
υπόνομος με γόμωση από εκρηκτική ύλη για ανατίναξη
νεοελλ.
1. όρυγμα
2. φρ. α) «μίνα της μπαρούτης»
(ναυτικός όρος τών πυρπολητών του 1821) φρεάτιο ανοιγμένο στην πρύμνη του πυρπολικού στο οποίο τοποθετούνταν αναμμένα κάρβουνα για μετάδοση της φωτιάς στις εκρηκτικές ύλες
β) «μίνα της φωτιάς»
(όρος τών πυρπολητών του Αγώνα) μικρό άνοιγμα στο κατάστρωμα του πυρπολικού κάτω από το πρόστεγο γεμάτο με εύφλεκτες ύλες, το οποίο επικοινωνούσε με τη μίνα της μπαρούτης
γ) «βάζω μίνες» — υπονομεύω με λόγια ή με έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mina].
(II)
μίνα, ἡ (Μ)
μέτρο χωρητικότητας υγρών ίσο με τρεις λίτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ. λατ. mina < λατ. hemina «κοτύλη»].