γόμωση

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

Greek Monolingual

η (AM γόμωσις) γομώ
1. γέμιση
2. η πλήρωση της θαλάμης πυροβόλου όπλου
νεοελλ.
1. το γέμισμα, το ποσό της εκρηκτικής ύλης με το οποίο γεμίζει η θαλάμη του όπλου πριν από κάθε βολή
2. η ποσότητα εκρηκτικών σε ανατινάξεις.