ορμίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(29)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁρμίσκος]], ὁ (Α) [<i>όρμος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> μικρό [[περιδέραιο]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]] σε [[δαχτυλίδι]].———————— <b>(II)</b><br />ο<br />[[μικρός]] όρμος, [[λιμανάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όρμος</i> (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁρμίσκος]], ὁ (Α) [<i>όρμος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> μικρό [[περιδέραιο]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]] σε [[δαχτυλίδι]].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br />[[μικρός]] όρμος, [[λιμανάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όρμος</i> (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)]
1. μικρό περιδέραιο
2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι.
(II)
ο
μικρός όρμος, λιμανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση].