σουτ: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
(38) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και σουστ και σους και σου Ν<br /><b>επιφών.</b> [[σιωπή]]! [[σιγά]]!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ.]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και σουστ και σους και σου Ν<br /><b>επιφών.</b> [[σιωπή]]! [[σιγά]]!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ.].<br /> <b>(II)</b><br />το, Ν<br /><b>1.</b> (στο [[ποδόσφαιρο]]) το τελικό [[λάκτισμα]] της μπάλας στην αντίπαλη [[εστία]]<br /><b>2.</b> (στην καλαθοσφαίριση) πετυχημένη [[βολή]] της μπάλας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έφαγε [[σουτ]]» — τον έδιωξαν με απότομο ή βίαιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>shoot</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
και σουστ και σους και σου Ν
επιφών. σιωπή! σιγά!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.].
(II)
το, Ν
1. (στο ποδόσφαιρο) το τελικό λάκτισμα της μπάλας στην αντίπαλη εστία
2. (στην καλαθοσφαίριση) πετυχημένη βολή της μπάλας
3. φρ. «έφαγε σουτ» — τον έδιωξαν με απότομο ή βίαιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shoot].