σούσον: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(38)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br />το [[κρίνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. <i>ššn</i> «[[κρίνο]], [[λωτός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>šššn</i>) πιθ. μέσω του σημιτ. <i>š</i><i>ū</i><i>šan</i>].———————— <b>(II)</b><br />και δ. γρφ. [[οὖσον]] και [[οἶσον]], το, Α<br />[[σχοινί]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η δ. γρφ. [[οὖσον]] με [[αποβολή]] του αρκτικού -<i>σ</i>- οφείλεται πιθ. σε λανθασμένο χωρισμό τών λ. στο [[χωρίο]] όπου παραδίδεται (<b>Ομ.</b>, φ 390)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br />το [[κρίνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. <i>ššn</i> «[[κρίνο]], [[λωτός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>šššn</i>) πιθ. μέσω του σημιτ. <i>š</i><i>ū</i><i>šan</i>].<br /> <b>(II)</b><br />και δ. γρφ. [[οὖσον]] και [[οἶσον]], το, Α<br />[[σχοινί]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η δ. γρφ. [[οὖσον]] με [[αποβολή]] του αρκτικού -<i>σ</i>- οφείλεται πιθ. σε λανθασμένο χωρισμό τών λ. στο [[χωρίο]] όπου παραδίδεται (<b>Ομ.</b>, φ 390)].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
το κρίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. ššn «κρίνο, λωτός» (< šššn) πιθ. μέσω του σημιτ. šūšan].
(II)
και δ. γρφ. οὖσον και οἶσον, το, Α
σχοινί πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η δ. γρφ. οὖσον με αποβολή του αρκτικού -σ- οφείλεται πιθ. σε λανθασμένο χωρισμό τών λ. στο χωρίο όπου παραδίδεται (Ομ., φ 390)].