αποβολή

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549

Greek Monolingual

η (AM ἀποβολή) αποβάλλω
1. αποπομπή, απόρριψη
2. (Γραμμ.) η φωνολογική διαδικασία της πλήρους σίγησης φωνήματος μέσα στη λέξη
νεοελλ.
1. ποινή κατά την οποία μαθητής υποχρεώνεται να βγει από την τάξη ή άλλο άτομο από αίθουσα συνέλευσης κ.λπ.
2. Ιατρ. διακοπή της κυοφορίας πριν το έμβρυο γίνει βιώσιμο, δηλαδή ικανό να επιζήσει έξω από το μητρικό σώμα
3. το έμβρυο που έχει αποβληθεί
4. μικρόσωμος και καχεκτικός
αρχ.-μσν.
η απώλεια
αρχ.
το να πετάξει κάποιος τα όπλα του.