συρικτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6) |
(1b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῡρικτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[συριστής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''σῡρικτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[συριστής]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῡρικτήρ, ῆρος, ὁ, = [[συριστής]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1040] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Leon. Tar. 1 (V, 206).
Greek (Liddell-Scott)
σῡρικτήρ: συρικτής, ἴδε ἐν λ. συριστής.
Greek Monolingual
ὁ, Α
συριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (< σῦριγξ, σύριγγος) + επίθημα -τήρ (πρβλ. σφιγκ-τήρ)].
Greek Monotonic
σῡρικτήρ: -ῆρος, ὁ, = συριστής, σε Ανθ.
Middle Liddell
σῡρικτήρ, ῆρος, ὁ, = συριστής, Anth.]