θαἰμάτια: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(4)
(1ab)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαἰμάτια:''' θαἰματίδια, [[κράση]] αντί <i>τὰ ἱμάτια</i>, κ.λπ.
|lsmtext='''θαἰμάτια:''' θαἰματίδια, [[κράση]] αντί <i>τὰ ἱμάτια</i>, κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=crasis for τὰ ἱμάτια.
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

θαἰμάτια: θαἰματίδια, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ τὰ ἱμάτια.

Greek Monotonic

θαἰμάτια: θαἰματίδια, κράση αντί τὰ ἱμάτια, κ.λπ.

Middle Liddell

crasis for τὰ ἱμάτια.