Πιερικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(3b)
(1ba)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Πῑερικός:''' пиерийский Her., Thuc.
|elrutext='''Πῑερικός:''' пиерийский Her., Thuc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Πιερικός]], ή, όν<br />of [[Pieria]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 05:35, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Piérie.
Étymologie: Πιερία.

Greek Monotonic

Πιερικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πιερία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Πῑερικός: пиерийский Her., Thuc.

Middle Liddell

Πιερικός, ή, όν
of Pieria, Hdt.