ελασματουργός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(11)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> (για μηχανήματα) αυτός που κατασκευάζει ελάσματα («ελασματουργή [[μηχανή]]», «ελασματουργό [[μηχάνημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ελασματουργός]]<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[κατασκευή]] ελασμάτων.
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> (για μηχανήματα) αυτός που κατασκευάζει ελάσματα («ελασματουργή [[μηχανή]]», «ελασματουργό [[μηχάνημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ελασματουργός]]<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[κατασκευή]] ελασμάτων.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για μηχανήματα) αυτός που κατασκευάζει ελάσματα («ελασματουργή μηχανή», «ελασματουργό μηχάνημα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο ελασματουργός
αυτός που έχει ως επάγγελμα την κατασκευή ελασμάτων.