ελασματουργός

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για μηχανήματα) αυτός που κατασκευάζει ελάσματα («ελασματουργή μηχανή», «ελασματουργό μηχάνημα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο ελασματουργός
αυτός που έχει ως επάγγελμα την κατασκευή ελασμάτων.