λευκώδης: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώδες (Μ [[λευκώδης]], -ῶδες) [[λευκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[λευκώδης]]<br /><b>ζωολ.</b> ο πιο [[εξελιγμένος]] [[τύπος]] σπόγγων, αλλ. το [[λευκό]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λευκός]], [[άσπρος]].
|mltxt=-ώδες (Μ [[λευκώδης]], -ῶδες) [[λευκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λευκώδης]]<br /><b>ζωολ.</b> ο πιο [[εξελιγμένος]] [[τύπος]] σπόγγων, αλλ. το [[λευκό]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λευκός]], [[άσπρος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ώδες (Μ λευκώδης, -ῶδες) λευκός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο λευκώδης
ζωολ. ο πιο εξελιγμένος τύπος σπόγγων, αλλ. το λευκό
μσν.
λευκός, άσπρος.