Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ονοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(29)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀνοκέφαλος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ονοκέφαλος]]<br />μυθικό [[τέρας]] το οποίο είχε [[σώμα]] ανθρώπου και [[κεφάλι]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>κυνο</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀνοκέφαλος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ονοκέφαλος]]<br />μυθικό [[τέρας]] το οποίο είχε [[σώμα]] ανθρώπου και [[κεφάλι]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>κυνο</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀνοκέφαλος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο ονοκέφαλος
μυθικό τέρας το οποίο είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κυνο-κέφαλος.