ὀνοκέφαλος

English (LSJ)

ὀνοκέφαλον, with the head of an ass, Cyran. 70, Horap.1.23.

German (Pape)

[Seite 348] mit einem Eselskopfe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκέφαλος: -ον, ὁ ἔχων ὄνου κεφαλήν, Ὡραπόλλ. Ἱερογλ. 1, 23, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 300.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀνοκέφαλος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο ονοκέφαλος
μυθικό τέρας το οποίο είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κυνοκέφαλος.