ριζόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(36)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για [[έντομο]] ή μικροοργανισμό) αυτός που ζει στις ρίζες τών [[φυτών]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριζόβιο</i><br /><b>(μικρβλ.)</b> [[κατηγορία]] βακτηρίων που δεσμεύουν [[άζωτο]] και ζουν συμβιωτικά με φυτά της τάξης λεγκουμινώδη ή [[χεδρωπά]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ριζόβιος]]<br /><b>εντομολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας κουκινελλίδες που ζουν στα έλατα<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ριζόβια</i><br />τα ριζοβακτήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>rhizobium</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για [[έντομο]] ή μικροοργανισμό) αυτός που ζει στις ρίζες τών [[φυτών]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριζόβιο</i><br /><b>(μικρβλ.)</b> [[κατηγορία]] βακτηρίων που δεσμεύουν [[άζωτο]] και ζουν συμβιωτικά με φυτά της τάξης λεγκουμινώδη ή [[χεδρωπά]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ριζόβιος]]<br /><b>εντομολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας κουκινελλίδες που ζουν στα έλατα<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ριζόβια</i><br />τα ριζοβακτήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>rhizobium</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. (για έντομο ή μικροοργανισμό) αυτός που ζει στις ρίζες τών φυτών
2. το ουδ. ως ουσ. το ριζόβιο
(μικρβλ.) κατηγορία βακτηρίων που δεσμεύουν άζωτο και ζουν συμβιωτικά με φυτά της τάξης λεγκουμινώδη ή χεδρωπά
3. το αρσ. ως ουσ. ο ριζόβιος
εντομολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας κουκινελλίδες που ζουν στα έλατα
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ριζόβια
τα ριζοβακτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizobium (< ρίζα + βίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο].