χεδρωπά

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

τα, Ν χέδρωψ
βοτ. άλλη ονομασία της τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών φαβώδη.