ριζόβιος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. (για έντομο ή μικροοργανισμό) αυτός που ζει στις ρίζες τών φυτών
2. το ουδ. ως ουσ. το ριζόβιο
(μικρβλ.) κατηγορία βακτηρίων που δεσμεύουν άζωτο και ζουν συμβιωτικά με φυτά της τάξης λεγκουμινώδη ή χεδρωπά
3. το αρσ. ως ουσ. ο ριζόβιος
εντομολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας κουκινελλίδες που ζουν στα έλατα
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ριζόβια
τα ριζοβακτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizobium (< ρίζα + βίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο].