μηνιγγιτικός: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό [[μηνιγγίτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μηνιγγίτιδα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό [[μηνιγγίτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μηνιγγίτιδα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μηνιγγιτικός]]<br />αυτός που πάσχει από [[μηνιγγίτιδα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μηνιγγιτικές γραμμές» — ερυθρές γραμμές που εμφανίζονται στο [[δέρμα]] της κοιλιάς σε ορισμένες ασθένειες και που, [[άλλοτε]], θεωρούνταν ως [[σημεία]] μηνιγγίτιδας. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό μηνιγγίτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηνιγγίτιδα
2. το αρσ. ως ουσ. ο μηνιγγιτικός
αυτός που πάσχει από μηνιγγίτιδα
3. φρ. «μηνιγγιτικές γραμμές» — ερυθρές γραμμές που εμφανίζονται στο δέρμα της κοιλιάς σε ορισμένες ασθένειες και που, άλλοτε, θεωρούνταν ως σημεία μηνιγγίτιδας.