αεροναυπηγικός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[αεροναυπηγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αεροναυπηγική]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[αεροναυπηγική]].
|mltxt=-ή, -ό [[αεροναυπηγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αεροναυπηγική]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[αεροναυπηγική]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό αεροναυπηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροναυπηγική
2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυπηγική.