αεροναυπηγικός: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό [[αεροναυπηγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αεροναυπηγική]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό [[αεροναυπηγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αεροναυπηγική]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[αεροναυπηγική]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό αεροναυπηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροναυπηγική
2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυπηγική.