υδροκηλικός: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
(42) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδροκηλικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[υδροκήλη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υδροκήλη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑδροκηλικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[υδροκήλη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υδροκήλη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[υδροκηλικός]], <i>η υδροκηλική</i><br />αυτός που πάσχει από [[υδροκήλη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για τη [[θεραπεία]] της υδροκήλης. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑδροκηλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ υδροκήλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκήλη
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υδροκηλικός, η υδροκηλική
αυτός που πάσχει από υδροκήλη
μσν.-αρχ.
ο κατάλληλος για τη θεραπεία της υδροκήλης.