σκιαδοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(37) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σκιαδοφόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και [[σκιαδιοφόρος]] Ν, και [[σκιαδηφόρος]] Α<br />αυτός που κρατά [[σκιάδιο]], [[δηλαδή]] [[ομπρέλα]] για τον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-α, -ο / [[σκιαδοφόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και [[σκιαδιοφόρος]] Ν, και [[σκιαδηφόρος]] Α<br />αυτός που κρατά [[σκιάδιο]], [[δηλαδή]] [[ομπρέλα]] για τον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[σκιαδοφόρα]]<br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της τάξης [[κορνώδη]], με 275 [[περίπου]] γένη και 2.850 [[περίπου]] είδη, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων [[είναι]] η [[διάταξη]] τών ανθέων τους σε απλά ή [[σύνθετα]] σκιάδια, αλλ. απιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκιερός]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ σκιαδοφόροι</i><br />[[χαρακτηρισμός]] τών θυγατέρων τών μετοίκων οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] έφεραν σκιάδια για να κάνουν [[σκιά]] στις κανηφόρους ιέρειες [[κατά]] την [[πομπή]] τών Παναθηναίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιάς]], -[[άδος]] / [[σκιάδιο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
σκιαδοφόρος: ἴδε ἐν λέξ. σκιαδηφόρος.
Greek Monolingual
-α, -ο / σκιαδοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α
αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης κορνώδη, με 275 περίπου γένη και 2.850 περίπου είδη, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η διάταξη τών ανθέων τους σε απλά ή σύνθετα σκιάδια, αλλ. απιίδες
αρχ.
1. σκιερός
2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ σκιαδοφόροι
χαρακτηρισμός τών θυγατέρων τών μετοίκων οι οποίες ονομάστηκαν έτσι επειδή έφεραν σκιάδια για να κάνουν σκιά στις κανηφόρους ιέρειες κατά την πομπή τών Παναθηναίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάς, -άδος / σκιάδιο(ν) + -φόρος].