ομπρέλα
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
ή ομβρέλλα, η
1. μέσο προστασίας από τη βροχή ή από την ηλιακή ακτινοβολία, που αποτελείται από επίμηκες, πτυσσόμενο ή μη, στέλεχος, στο άνω άκρο του οποίου είναι προσαρθρωμένα ακτινοειδώς λεπτά, μεταλλικά κυρίως, ελάσματα που συγκρατούν επάνω τους στρογγυλό κομμάτι από αδιάβροχο ύφασμα ή πλαστικό υλικό
2. φρ. «πυρηνική ομπρέλα» — η παρεχόμενη στα μέλη μιας συμμαχίας ή και σε ένα φίλιο κράτος στρατηγική προστασία από μεγάλη δύναμη η οποία κατέχει πυρηνικά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ombrella, με επίδραση του ιταλ. ombra «σκιά» < λατ. umbrella «ομπρέλα, αλεξήλιο», υποκορ. του λατ. umbra «σκιά». Το -β- (ομβρέλλα) αντί –μπ οφείλεται στο φαινόμενο του υπεραστισμού (πρβλ. μοδέρνος αντί μοντέρνος). Η λ. ομπρέλα αποδόθηκε στην Ελληνική ως αλεξιβρόχιο και αλεξήλιο].