τσακιστός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
(42) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν [[τσακίζω]]<br /><b>1.</b> τσακισμένος, [[κοπανιστός]] («τσακιστές ελιές»)<br /><b>2.</b> διπλωμένος<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό, Ν [[τσακίζω]]<br /><b>1.</b> τσακισμένος, [[κοπανιστός]] («τσακιστές ελιές»)<br /><b>2.</b> διπλωμένος<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τσακιστή]]<br /><b>ναυτ.</b> α) η [[δηκτή]]<br />β) ο [[ποδόδεσμος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχω [[πεντάρα]] [[τσακιστή]]» ή, [[απλώς]], «δεν έχω [[τσακιστή]]» — δεν έχω [[καθόλου]] χρήματα<br />β) «δεν [[δίνω]] [[πεντάρα]] [[τσακιστή]]» — δεν μέ ενδιαφέρει [[καθόλου]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν τσακίζω
1. τσακισμένος, κοπανιστός («τσακιστές ελιές»)
2. διπλωμένος
3. το θηλ. ως ουσ. η τσακιστή
ναυτ. α) η δηκτή
β) ο ποδόδεσμος
4. φρ. α) «δεν έχω πεντάρα τσακιστή» ή, απλώς, «δεν έχω τσακιστή» — δεν έχω καθόλου χρήματα
β) «δεν δίνω πεντάρα τσακιστή» — δεν μέ ενδιαφέρει καθόλου.