ποδόδεσμος

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek (Liddell-Scott)

ποδόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν ποδῶν, Κ. Παντεχν. ἐν Annu. etc. VI. σ. 49.

Greek Monolingual

ο, Ν
ναυτ. απλός ή διπλός κόμπος για το δέσιμο σχοινιού στις γωνίες τών ιστίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].