ποδόδεσμος
From LSJ
ποδόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν ποδῶν, Κ. Παντεχν. ἐν Annu. etc. VI. σ. 49.
ο, Ν
ναυτ. απλός ή διπλός κόμπος για το δέσιμο σχοινιού στις γωνίες τών ιστίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].