ωκύπους: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(47c) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν / [[ὠκύπους]], -ουν, ΝΜΑ, και [[ὠκύπος]], -ον, Α<br />(στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) ο γρήγορος στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ουν / [[ὠκύπους]], -ουν, ΝΜΑ, και [[ὠκύπος]], -ον, Α<br />(στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) ο γρήγορος στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ωκύπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύ]]-[[πους]]). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>ocypode</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ουν / ὠκύπους, -ουν, ΝΜΑ, και ὠκύπος, -ον, Α
(στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ωκύπους
ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. ocypode].