πιστοποιητικός: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(32)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πιστοποιητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πιστοποιώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πιστοποίηση]] ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πιστοποιητικό]]<br /><b>βλ.</b> [[πιστοποιητικό]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πιστοποιητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πιστοποιώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πιστοποίηση]] ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πιστοποιητικό]]<br /><b>βλ.</b> [[πιστοποιητικό]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό / πιστοποιητικός, -ή, -όν, ΝΑ πιστοποιώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιστοποίηση ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πιστοποιητικό
βλ. πιστοποιητικό.