πιστοποιητικός: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(32) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πιστοποιητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πιστοποιώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πιστοποίηση]] ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[πιστοποιητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πιστοποιώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πιστοποίηση]] ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πιστοποιητικό]]<br /><b>βλ.</b> [[πιστοποιητικό]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό / πιστοποιητικός, -ή, -όν, ΝΑ πιστοποιώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιστοποίηση ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πιστοποιητικό
βλ. πιστοποιητικό.