πιστοποιώ
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
πιστοποιῶ, -έω, ΝΑ πιστοποιός
καθιστώ κάτι πιστό, δηλαδή πιστευτό, βεβαιώνω ότι κάτι είναι αληθινό (α. «ότι δεν είναι αυτός ο δράστης μπορώ να το πιστοποιήσω» β. «καὶ διἀ τῶν ἔργων ἐπιστοποίησας τοὺς τῆς θείας φιλοσοφίας λόγους», ΠΔ)
νεοελλ.
1. εκδίδω επίσημο έγγραφο ως βεβαίωση για κάτι, δηλ. δίνω πιστοποιητικό
2. φρ. «πιστοποιημένος σπόρος»
(γεωπ.) σπόρος ή άλλο πολλαπλασιαστικό υλικό καλλιεργούμενων φυτών που παράγεται υπό αυστηρές συνθήκες ελέγχου ως προς την καθαρότητα της ποικιλίας και την υγιεινή του κατάσταση
αρχ.
βαφτίζω κάποιον χριστιανό.