πιστοποιώ
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
πιστοποιῶ, -έω, ΝΑ πιστοποιός
καθιστώ κάτι πιστό, δηλαδή πιστευτό, βεβαιώνω ότι κάτι είναι αληθινό (α. «ότι δεν είναι αυτός ο δράστης μπορώ να το πιστοποιήσω» β. «καὶ διἀ τῶν ἔργων ἐπιστοποίησας τοὺς τῆς θείας φιλοσοφίας λόγους», ΠΔ)
νεοελλ.
1. εκδίδω επίσημο έγγραφο ως βεβαίωση για κάτι, δηλ. δίνω πιστοποιητικό
2. φρ. «πιστοποιημένος σπόρος»
(γεωπ.) σπόρος ή άλλο πολλαπλασιαστικό υλικό καλλιεργούμενων φυτών που παράγεται υπό αυστηρές συνθήκες ελέγχου ως προς την καθαρότητα της ποικιλίας και την υγιεινή του κατάσταση
αρχ.
βαφτίζω κάποιον χριστιανό.