ζεύξιμος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(16)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο [[ζευγνύω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί [[ζυγός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ζεύξιμο]]<br />το [[ζέψιμο]], η [[ζεύξη]].
|mltxt=-η, -ο [[ζευγνύω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί [[ζυγός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ζεύξιμο]]<br />το [[ζέψιμο]], η [[ζεύξη]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο ζευγνύω
1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός
2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο
το ζέψιμο, η ζεύξη.