ζεύξιμος: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(16) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο [[ζευγνύω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί [[ζυγός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο [[ζευγνύω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί [[ζυγός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ζεύξιμο]]<br />το [[ζέψιμο]], η [[ζεύξη]]. | ||
}} | }} |