αυχένιος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐχένιος]], -α, -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[αὐχένιον]]<br />ο [[βραχίονας]] του πηδαλίου<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αυχενικός]].
|mltxt=[[αὐχένιος]], -α, -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[αὐχένιον]]<br />ο [[βραχίονας]] του πηδαλίου<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αυχενικός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

αὐχένιος, -α, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχένιον
ο βραχίονας του πηδαλίου
αρχ.
ο αυχενικός.