αυχένιος

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source

Greek Monolingual

αὐχένιος, -α, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχένιον
ο βραχίονας του πηδαλίου
αρχ.
ο αυχενικός.