αὐχένιος
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
α, ον,
A belonging to the neck, τένοντες αὐχένιοι neck-sinews, Od.3.450, Pancrat. Oxy. 1085.29; χαίτη Opp.C.3.255; τρίχες Hld.10.28.
2 stiff-necked, haughty, γίγαντες PMag.Par.1.3058.
II a kind of tunic, Antiph. 315.
Spanish (DGE)
-η, -ον
I adj.
1 que pertenece al cuello, del cuello τένοντες αὐχένιοι tendones del cuello, Od.3.450, Pancrat.2.29, cf. Opp.H.2.341, λαιμός A.Fr.273a3, αὐχενίην κατάγει σπείρην Arat.698, χαίτη Opp.C.3.255, Man.2.76, cf. AP 15.51 (Arch.), τρίχες Hld.10.28.4, πλόκαμος Nonn.D.25.187, δεσμός Nonn.D.15.141.
2 que tiene forma de cuello ἐπιμύοντας ὀλόσχους αὐχενίους (sépalos) que se juntan en forma de cuello o pedúnculo en la granada, Nic.Th.871, αὐχένιαι κεφαλαί capiteles, Ist.Mitt.19/20.1969-70.238.14, 24 (Dídima II a.C.).
3 cuellilargo γίγαντες PMag.4.3058.
II subst. οἱ αὐχένιοι túnicas ajustadas en el cuello Antiph.315.
German (Pape)
[Seite 405] zum Nacken gehörig, τένοντες, die Nackensehnen, Od. 3, 450. – Nach Hesych. bei Antiphon. χιτῶνος εἶδος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 du cou;
2 subst. ὁ αὐχένιος sorte de tunique (serrée au cou).
Étymologie: αὐχήν.
Russian (Dvoretsky)
αὐχένιος: шейный (τένοντες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐχένιος: -α, -ον, ὁ τοῦ αὐχένος, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν αὐχένα, τένοντες αὐχ., οἱ τένοντες τοῦ αὐχένος, Ὀδ. Γ. 450· χαίτη Ὀππ. Κ. 3. 255. ΙΙ. εἶδος χιτῶνος, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 79.
English (Autenrieth)
(αὐχήν): of the neck; τένοντες, Od. 3.450†.
Greek Monolingual
αὐχένιος, -α, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχένιον
ο βραχίονας του πηδαλίου
αρχ.
ο αυχενικός.
Greek Monotonic
αὐχένιος: -α, -ον (αὐχήν), αυτός που ανήκει στον αυχένα, σε Ομήρ. Οδ.