αὐχένιος

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχένιος Medium diacritics: αὐχένιος Low diacritics: αυχένιος Capitals: ΑΥΧΕΝΙΟΣ
Transliteration A: auchénios Transliteration B: auchenios Transliteration C: afchenios Beta Code: au)xe/nios

English (LSJ)

α, ον,
A belonging to the neck, τένοντες αὐχένιοι neck-sinews, Od.3.450, Pancrat. Oxy. 1085.29; χαίτη Opp.C.3.255; τρίχες Hld.10.28.
2 stiff-necked, haughty, γίγαντες PMag.Par.1.3058.
II a kind of tunic, Antiph. 315.

Spanish (DGE)

-η, -ον
I adj.
1 que pertenece al cuello, del cuello τένοντες αὐχένιοι tendones del cuello, Od.3.450, Pancrat.2.29, cf. Opp.H.2.341, λαιμός A.Fr.273a3, αὐχενίην κατάγει σπείρην Arat.698, χαίτη Opp.C.3.255, Man.2.76, cf. AP 15.51 (Arch.), τρίχες Hld.10.28.4, πλόκαμος Nonn.D.25.187, δεσμός Nonn.D.15.141.
2 que tiene forma de cuello ἐπιμύοντας ὀλόσχους αὐχενίους (sépalos) que se juntan en forma de cuello o pedúnculo en la granada, Nic.Th.871, αὐχένιαι κεφαλαί capiteles, Ist.Mitt.19/20.1969-70.238.14, 24 (Dídima II a.C.).
3 cuellilargo γίγαντες PMag.4.3058.
II subst. οἱ αὐχένιοι túnicas ajustadas en el cuello Antiph.315.

German (Pape)

[Seite 405] zum Nacken gehörig, τένοντες, die Nackensehnen, Od. 3, 450. – Nach Hesych. bei Antiphon. χιτῶνος εἶδος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 du cou;
2 subst.αὐχένιος sorte de tunique (serrée au cou).
Étymologie: αὐχήν.

Russian (Dvoretsky)

αὐχένιος: шейный (τένοντες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐχένιος: -α, -ον, ὁ τοῦ αὐχένος, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν αὐχένα, τένοντες αὐχ., οἱ τένοντες τοῦ αὐχένος, Ὀδ. Γ. 450· χαίτη Ὀππ. Κ. 3. 255. ΙΙ. εἶδος χιτῶνος, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 79.

English (Autenrieth)

(αὐχήν): of the neck; τένοντες, Od. 3.450†.

Greek Monolingual

αὐχένιος, -α, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχένιον
ο βραχίονας του πηδαλίου
αρχ.
ο αυχενικός.

Greek Monotonic

αὐχένιος: -α, -ον (αὐχήν), αυτός που ανήκει στον αυχένα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

αὐχήν
of the neck, Od.