κρινόεις: Difference between revisions
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
(21) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρινόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου, [[λευκός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[είδος]] χορικής ορχήσεως [[κρίνον]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[κρινόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου, [[λευκός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[είδος]] χορικής ορχήσεως [[κρίνον]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κρινόεις]]<br />όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ό</i>)<i>εις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καμπυλ</i>-<i>όεις</i>, <i>κυκλ</i>-<i>όεις</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
κρῐνόεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν κρίνον (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.
Greek Monolingual
κρινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου, λευκός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρινόεις
όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. καμπυλ-όεις, κυκλ-όεις)].