υδρόφοβος: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(42)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ<br />αυτός που φοβάται παθολογικά το [[νερό]], που πάσχει από [[υδροφοβία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> α) (για χημ. [[είδος]]) αυτός που έχει την [[τάση]] να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)<br />β) (για λυόφοβο κολλοειδές [[σύστημα]]) αυτός που έχει ως [[μέσο]] διασποράς το [[νερό]], από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[ὑδροφόβος]] και <i>τὸ ὑδροφόβον</i><br />η [[υδροφοβία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀνειρό</i>-<i>φοβος</i>].
|mltxt=-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ<br />αυτός που φοβάται παθολογικά το [[νερό]], που πάσχει από [[υδροφοβία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> α) (για χημ. [[είδος]]) αυτός που έχει την [[τάση]] να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)<br />β) (για λυόφοβο κολλοειδές [[σύστημα]]) αυτός που έχει ως [[μέσο]] διασποράς το [[νερό]], από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[ὑδροφόβος]] και <i>τὸ ὑδροφόβον</i><br />η [[υδροφοβία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀνειρό</i>-<i>φοβος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ
αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, που πάσχει από υδροφοβία
νεοελλ.
χημ. α) (για χημ. είδος) αυτός που έχει την τάση να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)
β) (για λυόφοβο κολλοειδές σύστημα) αυτός που έχει ως μέσο διασποράς το νερό, από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του
αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑδροφόβος και τὸ ὑδροφόβον
η υδροφοβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φόβος (< φόβος), πρβλ. ὀνειρό-φοβος].