έντονος: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντονος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που έχει [[ένταση]], [[σφοδρός]] («έντονες αντιδράσεις», «έντονο [[διάβημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «[[έντονος]] [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ρωμαλέος]], [[νευρώδης]]<br /><b>3.</b> [[ικανός]] («[[ἔντονος]] [[ῥήτωρ]]»)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντονος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που έχει [[ένταση]], [[σφοδρός]] («έντονες αντιδράσεις», «έντονο [[διάβημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «[[έντονος]] [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ρωμαλέος]], [[νευρώδης]]<br /><b>3.</b> [[ικανός]] («[[ἔντονος]] [[ῥήτωρ]]»)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἔντονος]]<br />ο [[τόνος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔντονος, -ον)
εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα»)
2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος»)
αρχ.
1. τεντωμένος
2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης
3. ικανός («ἔντονος ῥήτωρ»)
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔντονος
ο τόνος.