επίσκηνος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(13) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίσκηνος]], -ον (Α) [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξωτερικός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσκηνοι</i><br />στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια [[πόλη]]<br /><b>4.</b> (για θεατρική [[σκηνή]]) <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ἐπίσκηνος]], -ον (Α) [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξωτερικός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσκηνοι</i><br />στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια [[πόλη]]<br /><b>4.</b> (για θεατρική [[σκηνή]]) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίσκηνος]]<br />[[θάλαμος]] [[πάνω]] από τη [[σκηνή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
ἐπίσκηνος, -ον (Α) σκηνή
1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.)
2. εξωτερικός, τυχαίος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοι
στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη
4. (για θεατρική σκηνή) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίσκηνος
θάλαμος πάνω από τη σκηνή.