στερεύω: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(38) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[στειρεύω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[σταματώ]] να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η [[πηγή]]»)<br /><b>2.</b> (σπάν. μτβ.) (σχετικά με [[υγρό]]) [[χύνω]] ώσπου να εξαντληθεί, [[στεγνώνω]] («άσε τον οίκτο [[τότε]] τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[στειρεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[στείρος]], ενώ ο τ. [[στερεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[στειρεύω]], με [[τροπή]] του /i/ σε /e/ [[πριν]] από [[υγρό]] [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> [[σίδηρος]] | |mltxt=και [[στειρεύω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[σταματώ]] να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η [[πηγή]]»)<br /><b>2.</b> (σπάν. μτβ.) (σχετικά με [[υγρό]]) [[χύνω]] ώσπου να εξαντληθεί, [[στεγνώνω]] («άσε τον οίκτο [[τότε]] τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[στειρεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[στείρος]], ενώ ο τ. [[στερεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[στειρεύω]], με [[τροπή]] του /i/ σε /e/ [[πριν]] από [[υγρό]] [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> [[σίδηρος]] > [[σίδερο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:25, 15 January 2019
Greek Monolingual
και στειρεύω Ν
1. (αμτβ.) σταματώ να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η πηγή»)
2. (σπάν. μτβ.) (σχετικά με υγρό) χύνω ώσπου να εξαντληθεί, στεγνώνω («άσε τον οίκτο τότε τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στειρεύω < στείρος, ενώ ο τ. στερεύω < στειρεύω, με τροπή του /i/ σε /e/ πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. σίδηρος > σίδερο)].