σίδερο

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

το, Ν
1. ο σίδηρος
2. συνεκδ. α) κάθε όργανο, εργαλείο, σκεύος ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό το μέταλλο (α. «τα σίδερα του μπαλκονιού [ή της αυλής ή της σκάλας]» — το σιδερένιο κιγκλίδωμα, τα σιδερένια κάγκελα
β. «το σίδερο της πόρτας» — ο σιδερένιος μοχλός της πόρτας, ο σύρτης
γ. «το σίδερ' αποκόττησε και κοφτερόν εγίνη» — η μάχαιρα, Ερωτόκρ.)
β) κάθε πράγμα εξαιρετικά στερεό, καθετί που έχει μεγάλη αντοχή
3. (κατ' επέκτ.) γενική ονομασία για μέταλλα
4. συσκευή που θερμαίνεται με κάρβουνα ή ηλεκτρικό ρεύμα και χρησιμοποιείται για την εξομάλυνση και λείανση υφασμάτινων και δερμάτινων επιφανειών, πιεζόμενη πάνω σε αυτές
5. σιδερένιο εργαλείο που λειτουργεί με ηλεκτρισμό και το οποίο χρησιμοποιείται για το κατσάρωμα τών μαλλιών
6. στον πληθ. τα σίδερα
α) σιδηροδρομική γραμμή σε λειτουργία ή σε αχρησία
β) τα σιδερένια δεσμά καταδίκου, οι χειροπέδες
γ) μτφ. η δουλεία
7. φρ. α) «σίδερο του καραβιού»
ναυτ. η άγκυρα
β) «σίδερο του μπαστουνιού» — ο κλοιός του δορατίου
γ) «τον βάλανε στα σίδερα» — τον έκλεισαν στη φυλακή
δ) «είναι για τα σίδερα» — είναι τρελός
ε) «λυγάει σίδερα» — είναι πολύ γερός
στ) «έφαγα τα σίδερα» — μεταχειρίστηκα κάθε μέσο προκειμένου να πετύχω κάτι, προσπάθησα με όλες μου τις δυνάμεις
ζ) «θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι»
i) (με ειρωνική σημ.) θα γίνουν πράγματα εκπληκτικά και απίστευτα ή θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι, υπεράνθρωπες προσπάθειες
ii) λέγεται ως απειλή για μεγάλη καταστροφή ή σκληρά αντίποινα
η) «κρύο σίδερο δουλεύει» — λέγεται γι' αυτούς που ματαιοπονούν
θ) «χτύπα σίδερο» — ευχή πο.υ λέγεται όταν αναφέρει κανείς ένα άτομο ως υγιές
8. παροιμ. «στη βράση [του] κολλάει το σίδερο» — δηλώνει ότι κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρον / σίδηρος, με τροπή του / i / σε / e / πριν από το -ρ- (πρβλ. κερί < κηρός)].