δημοκρατούμαι: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(9) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α | |mltxt=(Α δημοκρατοῦμαι, -έομαι, Μ δημοκρατῶ, -έω)<br />έχω δημοκρατικό [[πολίτευμα]], διοικούμαι δημοκρατικά<br /><b>μσν.</b><br /><i>δημοκρατῶ</i><br /><b>1.</b> [[επικρατώ]] του αντίπαλου δήμου<br /><b>2.</b> [[στασιάζω]], [[δημιουργώ]] [[οχλοκρατία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>δημοκρατεῑται</i><br />κρατούν ή υπερισχύουν οι δημοκρατικές αρχές. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
(Α δημοκρατοῦμαι, -έομαι, Μ δημοκρατῶ, -έω)
έχω δημοκρατικό πολίτευμα, διοικούμαι δημοκρατικά
μσν.
δημοκρατῶ
1. επικρατώ του αντίπαλου δήμου
2. στασιάζω, δημιουργώ οχλοκρατία
αρχ.
απρόσ. δημοκρατεῑται
κρατούν ή υπερισχύουν οι δημοκρατικές αρχές.