επικρατώ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
Greek Monolingual
(AM ἐπικρατῶ, -έω) κρατώ
1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.)
2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση»)
3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι διαδεδομένος, επιδρώ («πῶς ἐπεκράτησε καὶ τίνι τρόπῳ τὸ τῶν Ἀχαιῶν ὄνομα κατὰ πάντων Πελοποννησίων», Πολ.)
νεοελλ.
υφίσταμαι, υπάρχω («επικρατεί ψύχος», «επικρατούν βόρειοι άνεμοι»)
νεοελλ.-μσν.
απρόσ. επικρατεί
είναι καθιερωμένο
μσν.
1. βαστώ, συγκρατώ
2. (για δρόμο) ακολουθώ
3. (αμτβ.) ακμάζω, ανθώ
4. διαρκώ
αρχ.-μσν.
εξουσιάζω, κυβερνώ, διοικώ («ὅσσοι γὰρ νήεσσιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. υπερισχύω στη μάχη
2. κατακτώ, κυριαρχώ («τῆς γὰρ θαλάσσης οἱ Μιλήσιοι ἐπεκράτεον», Ηρόδ.)
3. αποκτώ.