ενθρόνιση: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) [[ενθρονίζω]]<br />[[ενθρονισμός]], [[εγκαινίαση]] («[[ενθρόνιση]] αρχιερέα»<br />«παραγενέσθαι εἰς τὴν | |mltxt=και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) [[ενθρονίζω]]<br />[[ενθρονισμός]], [[εγκαινίαση]] («[[ενθρόνιση]] αρχιερέα»<br />«παραγενέσθαι εἰς τὴν τοῦ ναοῡ ἐνθρονίασιν», Ιω. Δαμασκ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) ενθρονίζω
ενθρονισμός, εγκαινίαση («ενθρόνιση αρχιερέα»
«παραγενέσθαι εἰς τὴν τοῦ ναοῡ ἐνθρονίασιν», Ιω. Δαμασκ.).