κρούμα: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(22)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κροῡμα, τὸ (Α) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[κρούση]], [[χτύπημα]]<br /><b>2.</b> [[τόνος]] ή [[νότα]] που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ [[δίκαιος]] [[ἀμείνων]] κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, [[ὥσπερ]] ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», <b>Πλάτ.</b><br />β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)<br /><b>3.</b> [[μελωδία]] («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).
|mltxt=κροῡμα, τὸ (Α) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[κρούση]], [[χτύπημα]]<br /><b>2.</b> [[τόνος]] ή [[νότα]] που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ [[δίκαιος]] [[ἀμείνων]] κοινωνὸς τοῦ κιθαριστικοῡ, [[ὥσπερ]] ό κιθαριστικὸς τοῦ δικαίου εἰς κρουμάτων;», <b>Πλάτ.</b><br />β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)<br /><b>3.</b> [[μελωδία]] («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Greek Monolingual

κροῡμα, τὸ (Α) κρούω
1. κρούση, χτύπημα
2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῦ κιθαριστικοῡ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῦ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ.
β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)
3. μελωδία («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).