οικουρώ: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
(28)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α οἰκουρῶ, -έω) [[οικουρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παραμένω]] στο [[σπίτι]], [[ιδίως]] λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] [[άγρυπνος]] για να φυλάξω το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[φυλάω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[επιστατώ]] σε ναό («[[ὅταν]] οἰκουρῶσι μύστας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[γυναίκα]]) [[μένω]] στο [[σπίτι]] («οἰκουρεῑν εἱλόμην καὶ βίον τινὰ τοῡ τον γυναικώδη καὶ ἀτολμον προτιθέμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> [[απέχω]] από τον πόλεμο παραμένοντας στην [[πατρίδα]]<br /><b>6.</b> [[μένω]] [[άπρακτος]].
|mltxt=(Α οἰκουρῶ, -έω) [[οικουρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παραμένω]] στο [[σπίτι]], [[ιδίως]] λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] [[άγρυπνος]] για να φυλάξω το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[φυλάω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[επιστατώ]] σε ναό («[[ὅταν]] οἰκουρῶσι μύστας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[γυναίκα]]) [[μένω]] στο [[σπίτι]] («οἰκουρεῑν εἱλόμην καὶ βίον τινὰ τοῦ τον γυναικώδη καὶ ἀτολμον προτιθέμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> [[απέχω]] από τον πόλεμο παραμένοντας στην [[πατρίδα]]<br /><b>6.</b> [[μένω]] [[άπρακτος]].
}}
}}

Revision as of 12:45, 15 February 2019

Greek Monolingual

(Α οἰκουρῶ, -έω) οικουρός
νεοελλ.
παραμένω στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας
αρχ.
1. μένω άγρυπνος για να φυλάξω το σπίτι
2. (γενικά) φυλάω κάτι
3. επιστατώ σε ναό («ὅταν οἰκουρῶσι μύστας», Αριστοτ.)
4. (για γυναίκα) μένω στο σπίτι («οἰκουρεῑν εἱλόμην καὶ βίον τινὰ τοῦ τον γυναικώδη καὶ ἀτολμον προτιθέμενος», Λουκιαν.)
5. απέχω από τον πόλεμο παραμένοντας στην πατρίδα
6. μένω άπρακτος.