επιστατώ

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιστατῶ, -έω) επιστάτης
είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπωεπιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῖ τοῦ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν»)
αρχ.
1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.)
2. ακολουθώ («τίς γάρ με μόχθος οὐκ ἐπεστάτει;», Σοφ.)
3. είμαι επιστάτης τών πρυτάνεων στη Βουλή («Νικιάδης ἐπεστάτει»).